Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Γ.3.Η Βόρεια Ήπειρος από το 1913 ως το 1914


Οι συνθήκες που υπογράφησαν μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων (1913) δεν έφεραν μαζί και λύση όλων των ελληνικών εθνικών προβλημάτων. Στο ανατολικό Αιγαίο η Τουρκία αρνιόταν να παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα, ενώ επιδίωκε την αυτονομία, υπό τουρκική, όμως, κυριαρχία. Οι διωγμοί που εξαπολύουν οι Νεότουρκοι εναντίον των ελληνικών πληθυσμών σε Μ. Ασία και ανατολική Θράκη οξύνουν πιο πολύ τις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις. 
Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις ("Τριπλή Συμμαχία" &  "Αντάντ") δεν μπορούσαν, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων τους, να επέμβουν για να επιβάλουν το σεβασμό των συνθηκών. "Φλέγοντα" και "ανοιχτά" παρέμεναν, για διάφορους λόγους, τα ζητήματα με τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά αφενός και με την Βόρεια Ήπειρο αφετέρου. 
Για τα νησιά στο Αιγαίο, οι Ευρωπαίοι δεν ήθελαν να πιέσουν την Τουρκία, μια και έχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα στα οθωμανικά εδάφη, καθώς απ`  αυτά περνούν οι δρόμοι προς τα πετρέλαια και τις προσοδοφόρες αγορές της Εγγύς και της Άπω Ανατολής.
Ο Γ. Χρηστάκης - Ζωγράφος
Στη Βόρειο Ήπειρο,όμως, που μας ενδιαφέρει στο παρόν σημείωμα, τα πράγματα ήταν αρκετά συγκεχυμένα. Για να πάρει η Ελλάδα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου συμφώνησε να αποσύρει τον ελληνικό στρατό από την περιοχή, η οποία τελικά -βάσει του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (13/2/1914)- προσαρτήθηκε στο ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Στις 4/17 Φλεβάρη του 1914, η συνέλευση των αντιπροσώπων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου αποφασίζει την ανακήρυξη της Βορείου Ηπείρου σε αυτόνομη περιοχή, που θα είχε προσωρινό πρόεδρο τον Έλληνα πρώην υπουργό εξωτερικών, Γεώργιο Χρηστάκη- Ζωγράφο, αλλά όλα αυτά "ενοχλούσαν" την Ιταλία και την Αυστρία. Τελικά, οι Ευρωπαίοι το Μάη του 1914, με τη συμφωνία της Κέρκυρας, αναγνωρίζουν την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, χωρίς, όμως, κανείς να μπορούσε να εγγυηθεί για την εφαρμογή των συμπεφωνημένων. 
Κάτω απ` αυτές τις συνθήκες, οι ελληνικές δυνάμεις - λίγο πριν ξεσπάσει ο παγκόσμιος πόλεμος- ανακατέλαβαν  προσωρινά τη Βόρεια Ήπειρο κι οι Ιταλοί τον Αυλώνα και την ενδοχώρα της. Έτσι, το αλβανικό πρόβλημα και το στενά συνυφασμένο μ` αυτό βορειοηπειρωτικό ζήτημα θα παρέμεναν προς τα τέλη του καλοκαιριού 1914 άλυτα.
Για το θέμα της Βορείου Ηπείρου και την Αλβανία περισσότερο "αντιδρούσαν" οι Ιταλοί, που, εκείνη την εποχή, ήταν σύμμαχοι των Κεντρικών Δυνάμεων ( Γερμανίας & Αυστροουγγαρίας). 
Οι Δυτικές , όμως, δυνάμεις επειδή υπολόγιζαν την Ιταλία ως έναν πιθανό μελλοντικό σύμμαχο - κάτι που, πράγματι, συνέβη κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο που ξέσπασε πριχού φύγει το 1914 - δεν είχαν "διάθεση" να την πιέσουν στο πρόβλημα της Β. Ηπείρου. Εξάλλου, οι Ιταλοί ήθελαν να προσαρτήσουν την Αλβανία, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κυριαρχία τους στην Αδριατική και να δημιουργήσουν ένα σταθερό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια, που θα βοηθούσε την ιταλική επεκτατική οικονομική ως επί το πλείστον πολιτική προς την Ανατολή.
Πηγή για το παρόν δημοσίευμα, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών. 


Γ. 2. Κλέωνος, βίος και πολιτεία
Οι  πολιτικοί που οδήγησαν την παντοδύναμη Αθήνα του «Χρυσού Αιώνα» και του Περικλή στην παρακμή και την οδυνηρή κατάληξη του πελοποννησιακού πολέμου, δεν ήταν άλλοι από δημαγωγούς, οι οποίοι «πρωταγωνιστούν» στην αθηναϊκή ζωή τα χρόνια από το 429 και έως το 404 π.Χ.. Συγκεκριμένα, έχοντας ως βάση όσα οι αρχαίες ιστορικές πηγές (Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλούταρχος, Αριστοφάνης ο κωμωδιογράφος, Λυσίας κ.α.) μάς έχουν διασώσει για την πολιτική δραστηριότητα του Κλέωνος, του Υπέρβολου, του Ανδροκλέους και του Κλεοφώντος, βλέπουμε πώς η Αθήνα έφτασε στην ήττα στον πελοποννησιακό πόλεμο και ταπεινώθηκε η άλλοτε πανίσχυρη ηγεμονία της.
Ο Κλέων, ο πρώτος απ’ τη σειρά των δημαγωγών αυτών, ήταν γιος του Κλεαίνετου, από τον οποίο κληρονόμησε μιαν προσοδοφόρα επιχείρηση βυρσοδεψίας. Ήταν – μετά το Σόλωνα – ο πρώτος από την τάξη των εμπόρων, που αναμείχτηκε στην αθηναϊκή πολιτική.
Γεννημένος περί το 470 π.Χ., εμφανίζεται στην πολιτική λίγο πριν αρχίσει ο πελοποννησιακός πόλεμος, ως δημοκρατικός, μα εσωκομματικός αντίπαλος του Περικλή. Έτσι, εύκολα «τα βρήκε» με τους ολιγαρχικούς του Θουκυδίδη του γιου του Μελησία και, μετά απ’ την αποτυχημένη εκστρατεία του Περικλή στην Πελοπόννησο το 430 π.Χ. και καθώς εισέβαλε στην πόλη ο λοιμός, τα ηνία της Αθήνας περιήλθαν προσωρινά στον Κλέωνα, που κατεύθυνε όσους αντιτίθεντο στην πολιτική του Περικλή.
Εικόνα 1: Αθηναϊκή τριήρης, πολεμικό πλοίο του 5ου αιώνα π.Χ..
Με τους λόγους του, ο Κλέων πείθει το λαό ότι ο γιος του Ξάνθιππου ήταν ένοχος για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, κατηγορία που, άλλοτε (443 π.Χ.), είχε εισηγηθεί κι ο Θουκυδίδης του Μελησία και είχε απορρίψει ο Αθηναϊκός δήμος. Έτσι, μολονότι ο πόλεμος συνεχίζεται, ο Περικλής καθαιρείται από κάθε πολιτικό αξίωμα και περιθωριοποιείται. Ο λαός, όμως, των Αθηνών μετανιώνει γρήγορα και αποκαθιστά τον Περικλή στο αξίωμα του στρατηγού, αλλά, πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, ο λοιμός και ο θάνατος κόβουν το νήμα της ζωής του μεγάλου πολιτικού (429 π.Χ.).
Τα κατοπινά χρόνια, στην πόλη το «λύειν και το δεσμείν» ανήκει στο λαοπλάνο Κλέωνα, που εμφανίζεται αδιάλλακτος φιλοπόλεμος, αν και ήταν οπαδός της δημοκρατίας. Η πρωτοκαθεδρία του στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, διαρκούντος του πολέμου, οφείλεται και στη μετριότητα των πολιτικών και ιδεολογικών του αντιπάλων (Θουκυδίδης του Μελησία), μα και όσων πολιτεύονταν με τη δημοκρατική παράταξη (ο πωλητής στουπιών μα αποτυχημένος πολιτικός Ευκράτης, ο προβατέμπορος μετά τον Περικλή σύζυγος της Ασπασίας Λυσικλής), αλλά και στη φυσική του ευγλωττία, ενώ, καθώς λένε οι ιστορικοί, ήξερε ακριβώς πώς να εργαστεί επάνω στα συναισθήματα των ανθρώπων και να τα παρασύρει προς το μέρος του.
Παράλληλα με τη φιλοπόλεμη πολιτική του, ο Κλέων έλαβε μέτρα για ενίσχυση των φτωχότερων πολιτών, καθιερώνοντας μισθό για τους ενόρκους στα αθηναϊκά δικαστήρια, στα οποία συμμετείχε, από τα χρόνια της αθηναϊκής ανά το πανελλήνιο ηγεμονίας, όλος ο λαός της Αθήνας. Σιγά – σιγά, ξέκοψε και από τους ολιγαρχικούς, που τον είχαν πλαισιώσει όσο καιρό στρεφόταν κατά του Περικλή, και αυτή η αλλαγή πλεύσης της πολιτικής του μαζύ με το συνεχιζόμενο πόλεμο ίσως του στοίχισαν και τα σκωπτικά σχόλια του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων και την έχθρητα των ολιγαρχικών σωματείων της πόλης. Φίλος του Κλέωνος, που περιστοιχίζεται πλέον από πολεμόχαρα «παράσιτα» κατά τους κωμικούς ποιητές, και συνεργάτης του, κόλακας, δειλός και καταχραστής σύμφωνα τον Αριστοφάνη, τα χρόνια αυτά, υπήρξε κι ο περιβόητος Κλεώνυμος.
Το 427 π.Χ., έχουμε παράδοση της Μυτιλήνης στον Πάχητα και οργισμένη πρόταση του Κλέωνος για ξεπάστρεμα όλων αδιακρίτως των κατοίκων της (σφάξιμο των αντρών, πώληση σε σκλαβοπάζαρα των γυναικόπαιδων) αναιρείται, σύμφωνα με το Θουκυδίδη τον ιστορικό, από μετριοπαθή εισήγηση του Διοδότου, του γιου του Ευκράτη και ανεψιού του στρατηγού και πολιτικού, Νικία. Την επόμενη χρονιά, δύο Αθηναίοι στρατηγοί, ο Νικίας στην Τανάγρα κατά των Βοιωτών και ο Δημοσθένης στη Λευκάδα, πετυχαίνουν σημαντικές νίκες, αλλά ο στόλος δεν τα καταφέρνει στη Μήλο, μα και ο Δημοσθένης αποτυχαίνει στην Αιτωλία.
Το 425 π.Χ., όμως, αρχίζει η ανοδική πορεία του Κλέωνος. Ο Δημοσθένης κυριεύει την Πύλο. Ήττα των Σπαρτιατών στη θάλασσα και στη Σφακτηρία με θρίαμβο του Κλέωνος ωθεί τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν από την Αθήνα ειρήνη, αλλά ο Κλέων απορρίπτει τις προτάσεις τους κατηγορηματικά.
Την ίδια χρονιά, πάντως, οι Αθηναίοι βοηθούν τους δημοκρατικούς της Κέρκυρας να επικρατήσουν και οι ίδιοι κυριεύουν Ανακτόριο και Μεθώνη, την ώρα που, μάλλον κατόπιν πρότασης του Κλέωνος, ο φόρος των «συμμάχων» διπλασιάστηκε, για να καλυφθούν οι πολεμικές δαπάνες.
Το 424 π.Χ., όμως, αν και η Αθήνα επιδεικνύει σημαντικές επιτυχίες σε Κύθηρα, Νίσαια, Μέγαρα και Θυρέα, η Σπάρτη και ο Βρασίδας στη Μακεδονία ξεσηκώνουν σε αποστασία από την αθηναϊκή συμμαχία μια σειρά από πόλεις (Αμφίπολη, Άκανθος κ.α.). Η Αμφίπολη εστάθη ο «κόλαφος» του ιστορικού Θουκυδίδη, που είχε εκλεγεί στρατηγός των Αθηναίων και είχε σταλεί για υπεράσπισή της, μια και, μετά την αποσκίρτησή της, εξορίζεται.
Και ενώ, το ίδιο έτος, ο Ιπποκράτης στέλνεται από την Αθήνα στη Βοιωτία για να εξεγείρει τις βοιωτικές πόλεις, ο Βρασίδας συνεχίζει το έργο του στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά την επόμενη χρονιά (423 π.Χ.) έχουμε ανακωχή Αθηναίων και Σπαρτιατών, αλλά παρολαυτά αθηναϊκός στόλος με Νικία και Νικόστρατο πλέει στη Μακεδονία και το 422 π.Χ. εκστρατεύει, ως επικεφαλής του αθηναϊκού στρατού, στη Βόρεια Ελλάδα ο ίδιος ο Κλέων, που, τα χρόνια εκείνα (βλ. Αριστοφάνους, «Σφήκες»), είχε μηνύσει το συμπατριώτη του στρατηγό Λάχητα για καταχρήσεις.
Στην πιο καθοριστική μάχη ενάντια στους Λακεδαιμονίους και το Βρασίδα, που έλαβε χώρα, την ίδια χρονιά (422 π.Χ.), στην Αμφίπολη, ο Κλέων και ο Βρασίδας βρίσκουν το θάνατο και τον επόμενο Μάρτιο (421 π.Χ.), χάρη σε πρωτοβουλίες του Νικία, υπογράφεται η «Νικίειος Ειρήνη», με την οποία τερματίζεται η πρώτη φάση του πελοποννησιακού πολέμου εις όφελος των Αθηναίων.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Γ.1. Νέα χρονιά ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ με Χ. Κ. Αντερσεν


Με την είσοδο του 2019, η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ είναι πάλι κοντά σας. Θα φωτίζονται γνωστά και άγνωστα ιστορικά γεγονότα της ελληνικής και παγκόσμιας Ιστορίας και θα αναδεικνύονται οι κρυφοί και φανεροί πρωταγωνιστές τους. 
Έτσι, στο σημερινό πρώτο για τη νέα χρονιά σημείωμά μας θα αφιερώσουμε λίγα λόγια για τον Χανς Κρίστιαν  Άντερσεν. ο κορυφαίος Δανός συγγραφέας ιστοριών για παιδιά γεννιέται στις 2.4.1805 στην Οντένσε. Τα πιο γνωστά έρ
γα του είναι «Ο μολυβένιος στρατιώτης», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Το ασχημόπαπο» κ.ά. 
Στην αρχή ήθελε να γίνει ηθοποιός και πήγε στην Κοπεγχάγη αναζητώντας την τύχη του. Και εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα.Το μόνο που τελικά πρόσφερε την ευκαιρία γιά καλύτερη ζωή στον Άντερσεν ήταν απλά το ταλέντο του στη συγγραφή. Τα ποιήματα που έγραψε στα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία αγαπήθηκαν από το κοινό και έτσι ο συγγραφέας έγινε γνωστός στη χώρα του, τη Δανία. 
Έγραψε, τα κατοπινά χρόνια, περίπου 168 παραμύθια σε διάστημα 42 ετών. Πέθανε το 1875 (4 Αυγούστου).

Χρήσιμες πληροφορίες αντλήθηκαν από το site: https://www.ianos.gr/person/antersen-xans-kristian-0045896.html 

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Β. 81. Ευγένιος  Σπαθάρης, ο  «πατέρας» του Καραγκιόζη

Ο Ευγένιος Σπαθάρης, αφού σκόρπισε επί δεκαετίες άφθονο γέλιο με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη σε μικρούς και μεγάλους φίλους του Θεάτρου Σκιών ανά την Ελλάδα,  πέθανε στις 9 Μάη  2009 στην Αθήνα, μετά από σοβαρό τραυματισμό.  Ήταν 85 ετών.
Γεννημένος, λοιπόν, στην Κηφισιά, το 1924, δεν άργησε να μάθει την τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη πατέρα του, Σωτήρη Σπαθάρη, και να την αγαπήσει βαθιά. 
Ο Ε. Σπαθάρης επί το έργον
Η καριέρα του στο Θέατρο Σκιών ξεκίνησε το 1942 και ως το 1950 περιόδευε σε πόλεις δίνοντας παραστάσεις σε κινηματογράφους και το θέατρο. Από το 1953 άρχισε να παρουσιάζει τη δουλειά του στο εξωτερικό και να γίνεται ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές μας. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, δίδαξε και γνώρισε ξεχωριστές τιμές. Το Μουσείο Θεάτρου Σκιών που έφτιαξε το 1958 με τη βοήθεια της συζύγου του, στο σπίτι τους στο Μαρούσι, βρήκε ευτυχή κατάληξη το 1995, όταν ο δήμος Αμαρουσίου του εξασφάλισε μόνιμη στέγη, την οποία επισκέπτονται καθημερινά παιδιά και σχολεία. Έκτοτε, μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του, το Μουσείο και τη ζωγραφική με την οποία ασχολήθηκε ενεργά, συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Πηγή: Δημοσίευση στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ»  στις 10-05-2009, http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=267277
Β.80. Μια αιματοκυλισμένη επανάσταση Γαλιλαίων

Διαβάζοντας τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν είναι λίγες οι φορές όσες ανακαλύπτουμε χρήσιμες μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα των πρωτοχριστιανικών αιώνων. 
Έτσι, στο Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Ιησούς (κεφάλαιο ιγ, παρ. 1-2) πληροφορήθηκε πως ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, ο ίδιος που αργότερα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στα πάθη του Χριστού, είχε διατάξει σφαγή Γαλιλαίων.
Όταν ο Πιλάτος ένιψε τα χέρια του αποποιούμενος
κάθε ευθύνη για την καταδίκη του Ιησού



Έχοντας υπόψη και τον ξεσηκωμό του Ιούδα του Γαλιλαίου τα χρόνια της απογραφής που μνημονεύεται στις "Πράξεις των Αποστόλων" (κεφ. 5, παρ. 37), όπου διαβάζουμε πως ο αρχηγέτης της εν λόγω επανάστασης εξολοθρεύτηκε και οι συν αυτώ διασκορπίστηκαν ή θανατώθηκαν από τους Ρωμαίους καταχτητές, υποθέτουμε ότι και οι Γαλιλαίοι που "θυσιάστηκαν" από τον Πιλάτο υπήρξαν μέλη μιας αντιρωμαϊκής εξέγερσης, ίσως αυτής που οι Ιουδαίοι, κατά τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ξεσηκώθηκαν για την υπεξαίρεση χρημάτων από το θησαυροφυλάκιο του Ναούτου Σολομώντα για την κατασκευή του υδραγωγείου από τους Ρωμαίους και βρήκαν τραγικό θάνατο από τους στρατιώτες του Πιλάτου, μολονότι ο Ρωμαίος διοικητής είχε διατάξει το στρατό να επιβάλλει με ρόπαλα την έννομο τάξη και όχι με ξίφη. 

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Β. 79. Ο Τσικλητήρας και το Λονδίνο του 1908

Πριν 110 χρόνια, στο Λονδίνο τελέστηκαν οι 4οι σύγχρονοι, θερινοί, Ολυμπιακοί Αγώνες, από 27 Απρίλη έως 31 Οχτώβρη 1908. Η Ολυμπιάδα επρόκειτο να διεξαχθεί στη Ρώμη, αλλά η έκρηξη του Βεζούβιου, το 1906, δημιούργησε οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα στην Ιταλία και έτσι η διοργάνωση ανατέθηκε στην Μεγάλη Βρετανία.
Η Ελληνική ολυμπιακή ομάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ομοιόμορφη ενδυμασία των αθλητών, με λευκή φανέλα και λευκό σορτς που έφερε στα πλάγια μπλε ρίγες μαιάνδρους.
Ελληνικές Συμμετοχές: 20, ενώ μετάλλια πήραν οι ακόλουθοι αθλητές μας: Μιχάλης Δώριζας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος και Αναστάσιος Μεταξάς: Χάλκινο Μετάλλιο, Σκοποβολή.
Μορφή των Ολυμπιακών του 1908
ο Κώστας Τσικλητήρας


Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρξε παρέλαση των ομάδων με σημαιοφόρο στη τελετή έναρξης. Σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας είχε οριστεί ο πρωταθλητής και ολυμπιονίκης τα προηγούμενα χρόνια στη δισκοβολία και σε άλλα αθλήματα ρίψεων και δάσκαλος στο επάγγελμα Νικόλαος Γεωργαντάς (1878 – 1958), ο οποίος, όμως, στην εν λόγω Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να διακριθεί.
Πηγή για το παρόν σημείωμα:  Η Ιστοσελίδα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο το 1908. 
Β. 78. Μαρτυρίες για την Αθηναϊκή κοινωνία από τον Λυσία

Οι περισσότεροι ρητορικοί λόγοι που φέρουν την υπογραφή του Λυσία και αφορούν θέματα της καθημερινής ζωής αποχτούν μεγάλη σημασία ως έμμεσες ιστορικές πηγές, καθώς σε αυτούς συναντούμε συχνά αναφορές για την Αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του (4ος αι. π.Χ.). 
Ας σταθούμε, λοιπόν,  στο παρόν σημείωμα στο λόγο, που ο Λυσίας συνέγραψε για κάποιον ανάπηρο πελάτη του, που, έπειτα από καταγγελία συμπολίτη του, κινδύνευε να χάσει το προνοιακό επίδομα που του παρείχε η πολιτεία, τον "Υπέρ του Αδυνάτου" .
Τα παιδιά έχουν την υποχρέωση να συντηρούν τους άπορους γονείς τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Στην περίπτωση που ένας πολίτης οριζόταν χορηγός τραγωδίας μπορούσε να ζητήσει ν' απαλλαγεί από τη βαριά αυτή έμμεση φορολογία και να αντιπροτείνει στη θέση του κάποιον άλλο, πιο πλούσιο απ' αυτόν κατά τη γνώμη του. Ο τελευταίος μπορούσε είτε να δεχτεί την ανάληψη χορηγίας, είτε ν' ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. 
Οι ανάπηροι, για τις αποστάσεις που δεν μπορούσαν να διανύσουν περπατώντας με δεκανίκια, χρησιμοποιούσαν άλογα.
Οι εννέα άρχοντες της Αθήνας προέρχονταν από κλήρωση μεταξύ των πολιτών που ήσαν υγιείς και αρτιμελείς. Για τους ανάπηρους η πολιτεία ψήφιζε τη χορήγηση αναπηρικού επιδόματος. 
Η επίκληρος ήταν η μεγαλύτερη κόρη σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα και αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. 
Οι πλούσιοι εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες όπως ο Άνυτος στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται, εξαιτίας της φτώχειας που έχουν, να είναι φρόνιμοι. 
 Οι Αθηναίοι, όταν κατέβαιναν στην Αγορά, προκειμένου να έρθουν σε συναναστροφή με τους φίλους τους ή τους άλλους συμπολίτες τους, συνήθιζαν να συχνάζει άλλος σε μυροπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε τσαγκάρικο κι άλλος όπου τύχει, και οι περισσότεροι βέβαια σ' αυτούς που έχουν τα μαγαζιά τους πολύ κοντά στην αγορά και ελάχιστοι σ' αυτούς που απέχουν πολύ απ' αυτήν


Πέμπτη 19 Απριλίου 2018




Β. 77. Καντ και παγκόσμια διανόηση

Όλοι γνωρίζουμε τον Ιμμανουέλ Καντ, τον Γερμανό φιλόσοφο και εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατά τον 19ο αιώνα.
 Ο Ιμμανουέλ Καντ, πρωτοπόρος, λοιπόν, κάθε κριτικής φιλοσοφίας, γεννιέται το 1724 και πεθαίνει το 1804. Ζει στον αιώνα του Διαφωτισμού, της Βιομηχανικής, της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης, που τόσο άλλαξαν τη μορφή και τη ροή του κατοπινού κόσμου. «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος»  έγραφε στα «Δοκίμιά» του  για την πνευματική κίνηση κατά τον Αιώνα των Φώτων, η οποία αγωνίστηκε να βοηθήσει τον άνθρωπο και τον πολίτη να ξεφύγουν από τα «σκοτάδια» και τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Διαβάζαμε, προ ετών («Ελευθεροτυπία», 12/10/2001, Θ. Γιαλκέτσης), ότι  ο Καντ ανήκει ολόκληρος στην εποχή του. Είναι ένας στοχαστής του Διαφωτισμού, ο οποίος ωστόσο δεν δέχεται τίποτα από τον αιώνα του χωρίς να το υποβάλει στη δική του κριτική και να το μεταμορφώνει και δεν αφήνει κανένα ερώτημα χωρίς να δίνει τη δική του απάντηση.
Κάποτε, ο Καντ απαντώντας σε όσους θεωρούσαν την φιλοσοφία με την ευρύτερη έννοιά της, ως απλά την υπηρέτρια που συνοδεύει την εξουσία και της κρατά την ουρά του φουστανιού της, απάντησε ότι και η χειρότερη υπηρέτρια κρατά έναν πυρσό, προκειμένου να φωτίζει τον δρόμο της Κυρίας, δηλαδή, της ανοίγει και της φωτίζει τον δρόμο της. Αλλού, «περιπαίζοντας» τους πολιτικοοικονομικά δυνατούς της γης, αναρωτιόταν γιατί δεν υπολογίζουν την θεωρητική εργασία, την κοροϊδεύουν  και την θεωρούν ασήμαντη. Αλλά, οσάκις  η θεωρία και η θεωρητική κριτική στραφούν σε βάρος των κρατούντων, αμέσως την καταδιώκουν, λέει κι απορεί ο Καντ, με τα όπλα και όσες περισσότερες σφαίρες διαθέτουν.
Σημαντικά και γνωστά σε όλους έργα του είναι: «Κριτική του καθαρού λόγου», «Κριτική του πρακτικού λόγου», «Κριτική της κριτικής ικανότητας», «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική»,  αλλά και τα «Δοκίμιά» του.
Θα κλείσουμε, λοιπόν, το σημερινό μου άρθρο, με σχόλιο του Γ. Βελουδή («ΤΟ ΒΗΜΑ», 25 Απριλίου 2004) για την αναβίωση στην Ελλάδα του ενδιαφέροντος για τον Καντ: «[…] Με κάποιαν επιφύλαξη, μπορούμε να επισημάνουμε ότι την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται και στην Ελλάδα μια, εξ αντανακλάσεως βέβαια, «επιστροφή στον Kant»· ο λόγος αυτής της «επιστροφής» βρίσκεται, πιθανότατα, στην επανάκαμψη του ηθικοπολιτικού (νεο)συντηρητισμού και πουριτανισμού και του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη» - ιδεολογικές και πολιτιστικές ανάγκες, που υπηρετούνται από τα δόγματα της προτεσταντικής, μεταφυσικής, όχι πολιτικής, καντιανής Ηθικής και τα θεωρήματα της υποκειμενικής, απολιτικής, «καθαρής» καντιανής Αισθητικής[…]».

Β. 76.  Βασιλιάς και Χούντα


Από τις 21 Απριλίου 1967, έχει στην Ελλάδα καταλυθεί, με τις ευλογίες του Στέμματος, το δημοκρατικό πολίτευμα κι έχει αντικατασταθεί από στρατιωτική δικτατορία. Για τη νομιμοφάνεια του καθεστώτος «πρωθυπουργός» είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κων/νος Κόλλιας, ο οποίος ορκίστηκε με την επικράτηση της χούντας, ύστερα από υπόδειξη του βασιλιά Κων/νου ως «τοποτηρητής» του στα νέα κέντρα αποφάσεων. Αποφάσεις, για τις οποίες «λύνει και δένει « ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, «υπουργός» Προεδρίας στην «κυβέρνηση» Κόλλια και ιθύνων νους της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21/4/1967.
Αποτέλεσμα εικόνας για βασιλιάς και χούντα
Η «κυβέρνηση» Κόλλια  (Βασιλιά + χουντικών αξιωματικών)
Στο διάστημα Απρίλης- Δεκέμβρης 1967, ο βασιλιάς βλέπει βαθμιαία πως χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος των συνταγματαρχών, που ελέγχουν πλέον τα πάντα, στο στρατό και στην κοινωνία, με εκτοπίσεις, φυλακίσεις, έκτακτα στρατοδικεία. Αν και μετά τις 11/9/1967, ημέρα που συνάντησε τον Αμερικανό πρόεδρο Λ. Τζόνσον, ο βασιλιάς Κων/νος συμφωνεί με τον Παπαδόπουλο για την αποστρατεία ανώτατων (φιλοβασιλικών στην πλειοψηφία τους) στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, πρόκειται για προσωρινό «συμβιβασμό» κι ετοιμάζεται με πιστούς σε αυτόν στρατιωτικούς ν’ ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και τους συν αυτώ. Στο κωνσταντινικό «στρατόπεδο» ανήκαν υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού, όπως ο αρχηγός της Αεροπορίας- πτέραρχος Αντωνάκος, ο στρατηγός Μανέτας, ο στρατηγός - διοικητής της Α’ Στρατιάς Κόλλιας, ο στρατηγός - διοικητής της Γ’ Στρατιάς Περίδης, ο ταξίαρχος Έρσελμαν κ.α., αλλά ο Παπαδόπουλος είχε φροντίσει να τους πλαισιώσει με δικούς του αξιωματικούς, ώστε -αν προσπαθήσουν να δράσουν εναντίον του και υπέρ του Κων/νου- να εξουδετερωθούν άμεσα.
Το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 και κατέληξε σε παταγώδες φιάσκο για τον Κων/νο, ο οποίος έκτοτε αναγκάστηκε να καταφύγει εκτός Ελλάδος κι έκπτωτος του Θρόνου.
Καθώς το Νοέμβρη του 1967 προκλήθηκαν σημαντικά επεισόδια σε βάρος Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο και ο Κόλλιας προσέλαβε τον έμπειρο φιλομοναρχικό πολιτικό και τ. πρωθυπουργό Π. Πιπινέλλη  ως «υπουργό» Εξωτερικών, φτάνει στην Αθήνα ο Αμερικανός απεσταλμένος  Σάιρους Βανς. Κατόπιν πολυήμερων διαβουλεύσεων αποφασίστηκε (3/12) η αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο κι η διεύρυνση των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ, προς ανείπωτη πίκρα των Ελληνοκυπρίων.
Στις 29 Νοεμβρίου, όμως, ο πρώην πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής δίνοντας συνέντευξη στους «Times» και στη «Le Monde», περιγράφει την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως «επικίνδυνον και δύσκολον. Είναι δύσκολος διότι αντιμετωπίζομεν όχι μόνον το  ζωτικόν και άμεσον πρόβλημα της ανατροπής  της δικτατορίας. Πρέπει επίσης να δημιουργήσωμεν τας απαραιτήτους συνθήκας διά την επιστροφήν εις την νομιμότητα. Είναι αναμφίβολον ότι επιστροφή εις την προϋπάρξασαν κατάστασιν  απλώς σημαίνει μεταφοράν από μίαν ανωμαλίαν εις άλλην...». Αλλού, στην ίδια συνέντευξη, ο επί σειρά ετών (1955-63) πρωθυπουργός και ηγέτης της ελληνικής Δεξιάς επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα επανέλθει στη νομιμότητα «Διά της ανατροπής των Κινηματιών από την εξουσίαν... Οι Έλληνες δεν θα επιτρέψουν την διατήρησιν δικτατορίας οιασδήποτε μορφής...»
Η αντίδραση του Γ. Παπαδόπουλου στις δηλώσεις Καραμανλή ήταν άμεση. Θέλει να μείνει μόνος παντοκράτωρ και να διώξει ακόμη και το βασιλιά, που ετοιμάζει -δίχως να σκέφτεται τις «απαραίτητες συνθήκες», που έλεγε ο Καραμανλής - εδώ και λίγο καιρό το στρατιωτικό κίνημά του. Έτσι, ο Παπαδόπουλος αποφασίζει να προκαλέσει και να παγιδέψει τον Κων/νο.
Στις 12 Δεκεμβρίου, λοιπόν, του 1967 βρίσκει το βασιλιά και του απαιτεί ότι ήρθε η ώρα της αλλαγής: Ο Κόλλιας επιτέλεσε το «ρόλο» του και τώρα πλέον πρέπει να αποπεμφθεί για να διοριστεί ο Γ. Παπαδόπουλος πρωθυπουργός της Ελλάδας και ν’ αναλάβουν οι στρατιωτικοί συνεργάτες του τα καίρια πόστα της κρατικής μηχανής. Ο Κων/νος «τσιμπάει το δόλωμα» και κινήθηκε την επομένη ημέρα ν’ ανατρέψει τους συνταγματάρχες.
Γιατί προέβη ο Κων/νος στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα»; Θα το πει ο ίδιος σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό, από το ραδιοφωνικό σταθμό Λάρισας, που όμως ακούγεται κι αμυδρά μόνο σε μικρή ακτίνα κοντά στην έδρα του κι όχι πανελληνίως.
«...Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας... ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν νομιμότητα... Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν υπεκρύπτετο  μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνο της εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος... Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή...Έχομεν ανάγκην φίλων εις το εξωτερικόν... Καθ’όλην την διάρκειαν της τελευταίας εικοσιπενταετίας  η κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεψε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βιαίων και υπούλων. Επεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον αυτήν την υπόστασιν της φυλής μας... Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθεια τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο αποτελεί αίτημα πανελλήνιον...»
Η βασιλική επιχείρηση ήταν εντελώς ανοργάνωτη και ούτε ένας Έλληνας δεν βοήθησε το βασιλιά να πετύχει  το «αντιπραξικόπημα». Η βασιλική οικογένεια, τα τιμαλφή και τα απαραίτητα βασιλικά ενδύματα, ο αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά, ο γιατρός των ανακτόρων, δυο νοσοκόμες, δυο πιστοί υπηρέτες  κι ένα σκυλί ακολούθησαν το βασιλιά λίγο μετά τις 10 το πρωί της 13/12/1967, όταν έφυγε από το Τατόι για την Καβάλα, όπου θα γινόταν το «στρατηγείο» του.
Μαζύ με τους βασιλείς εγκατέλειπε την Αθήνα κι ο «πρωθυπουργός» Κόλλιας, που από τις 9.30 π.μ. της ίδιας ημέρας βρισκόταν στα Ανάκτορα. Στις 9.30, όμως, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος -πριν καν φύγει ο βασιλιάς από την Αθήνα- όρκισε αντιβασιλέα το στρατηγό Ζωϊτάκη, ο οποίος με τη σειρά του ανέθεσε την «πρωθυπουργία» στον Παπαδόπουλο, του οποίου ήταν -όπως φαίνεται- «αχυράνθρωπος».
Αν πετύχαινε το κίνημα του Κων/νου, «πρωθυπουργός» σε μεταβατική, αμιγώς πολιτική πλην φιλοβασιλική κυβέρνηση θα γινόταν -όπως δήλωνε ο ίδιος στους «Τimes»- ο τ. υπουργός Πέτρος Γαρουφαλιάς, που είχε αρνητικό (για τη Δημοκρατική παράταξη) πρωταγωνιστικό ρόλο το καλοκαίρι του 1965 με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Πώς να πετύχαινε, όμως, ένα ερασιτεχνικό κίνημα ενός απείρου σε τέτοιες μηχανορραφίες βασιλιά; Όταν ο κωνσταντινικός στρατηγός Ι. Μανέτας παρέδωσε στον αρχηγό Γ.Ε.Σ. Οδ. Αγγελή τη βασιλική εντολή να αναλάβει εκείνος (ο Μανέτας) Γενικός Επιτελάρχης Στρατού και Α/Γ.Ε.ΕΘ.Α. (Αρχηγός στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης), ο Αγγελής τον συνέλαβε.
Το  μήνυμα του Μανέτα υπέρ του βασιλιά διαβιβάστηκε και στο ναυτικό και στην αεροπορία, που προσχώρησαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στο βασιλικό κίνημα και αφού ο βασιλέας τούς διέταξε: «Κάνετε ό,τι μπορείτε... με τον όρο να μη χυθεί αίμα», αναίμακτα στις 3 π.μ. της 14/12/67 πειθάρχησαν στο νέο προσωποπαγές καθεστώς του Παπαδόπουλου. Δυστυχώς, όμως, για τους βασιλικούς, ο στρατός έμεινε πιστός στους δικτάτορες. Μάλιστα έπειτα από -διά του ραδιοσταθμού των Αθηνών- διάγγελμα των συνεργατών του Παπαδόπουλου, που ανέφερε τα εξής: «Προ ολίγων ωρών εξεδηλώθη εγκληματική συνωμοσία και απόπειρα καταλύσεως του κράτους και της εννόμου τάξεως. Κοινοί τυχοδιώκται (Σ.Σ.: εννοεί τον Καραμανλή και τους άλλους αντιχουντικούς πολιτικούς, Γ. & Α. Παπανδρέου - Π. Κανελλόπουλο;) , κινούμενοι από μωράν φιλοδοξίαν και αγνοούντες το συμφέρον του έθνους , παρέσυραν και παρεπλάνησαν τον βασιλέα και τον εξηνάγκασαν να στραφή κι αυτός κατά της εθνικής γαλήνης και της ησυχίας του λαού εις ιδιαιτέρως ιστορικάς διά την Ελλάδαν στιγμάς», οι επικεφαλής του στρατού στους καίριας σημασίας  στρατιωτικούς σχηματισμούς αυθημερόν (13/12) απομόνωσαν και συνέλαβαν τους κωνσταντινικούς αξιωματικούς.
Λίγο, όμως, πριν τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, ο Παπαδόπουλος παρείχε αμνηστία τόσο για τους πρωταγωνιστές της περιβόητης υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ», όσο και για τα πολιτικά αδικήματα που σημειώθηκαν μετά τις 21/4/1967. Φυσικά, αφορούσε και όσους συμμετείχαν στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων,  η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» για το βασιλικό «κίνημα» του Δεκεμβρίου του ’67 (13-12-2001), «Επρόκειτο, ουσιαστικά, για την προσπάθεια της αντικατάστασης της χούντας των συνταγματαρχών από τη χούντα των στρατηγών. […] Και οι δυο κινήσεις ήταν εν γνώσει των Αμερικανών που με κάθε ευκαιρία παρότρυναν είτε τη μια, είτε την άλλη πλευρά».
Ενώ ο ταξίαρχος Δ. Πατίλης, «υπουργός» Βορείου Ελλάδος επί Κόλλια, απέτρεψε με έγκαιρες κινήσεις του να κινητοποιηθούν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις στη Β. Ελλάδα, ο βασιλιάς απογοητευμένος από την τροπή και ντροπή που πήρε το «αντιπραξικόπημά» του πήρε την οικογένειά του κι αναχώρησε μαζύ με τον «πρωθυπουργό» Κόλλια από την Καβάλα στη Ρώμη. Ήταν 3.15 π.μ. της 14/12/1967 και ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μεταδίδει πως  ο Κωνσταντίνος  προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα κυνηγημένος, διότι «... Η αντεπανάστασις απέτυχε. Συνετρίβη πλήρως».
Ένας ακόμη φορέας του παλιού διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος είχε φύγει από τη μέση για τον Παπαδόπουλο και τους δικτάτορες, το Παλάτι. Ο Κων/νος έχοντας απολέσει και το θρόνο του, παρέμενε -καθ’ υπόδειξη των Αμερικάνων- σιωπηλός, όσο ο νέος «πρωθυπουργός» (Γ. Παπαδόπουλος) με «ασκήσεις επί χάρτου» προσπαθούσε να στελεχώσει την «κυβέρνησή του» με τέτοια πρόσωπα (Παττακός, Μακαρέζος, Ανδρουτσόπουλος) και την προσχώρηση από το φιλοανακτορικό «μέτωπο» του Π. Πιπινέλλη που παρέμεινε υπουργός Εξωτερικών, κινήσεις που θα εξασφάλιζαν μια νέα τάξη πραγμάτων για την Ελλάδα και πρώτα απ’ όλα τη «διεθνή κατανόηση» που του ήταν απαραίτητη. Απαραίτητη όσο ο έλεγχος του στρατού και της κοινωνίας, που άρχισε να διαφαίνεται περισσότερο ευδιάκριτα και να καταπιέζει το δημοκρατικών και φιλελεύθερων φρονημάτων εντός κι εκτός Ελλάδος Ελληνισμό μετά το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και με τη συνδρομή ενός «Συντάγματος», ώστε -όταν το 92% των Ελλήνων «ψήφισαν» υπέρ του στις 29/9/1968-  «δικαιωνόταν» ο Α. Φασσέας, σημαίνων παράγοντας της ελληνοαμερικανικής ομογένειας που ένα χρόνο νωρίτερα (9/10/1967) είχε δηλώσει πως η χούντα της 21ης Απριλίου ήταν ο αναγεννητής της... δημοκρατίας (!).
Και μια και αναφέραμε την ελληνοαμερικάνικη ομογένεια, ας σημειωθεί και το γράμμα του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον προς τον Γ. Παπαδόπουλο τέλη Γενάτη του 1968 όπου ο πρόεδρος γράφει, μεταξύ άλλων, στον δικτάτορα, τον οποίο αναγνωρίζει πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας και του γράφει και τα εξής: «Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Όπως γνωρίζετε, κ. πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Έχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση, βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς...» (βλ. «Ριζοσπάστης», 23-01-2002). Και μετά την επιστολή Τζόνσον, η μια μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των ΝΑΤΟικών κρατών ξεχνούν τις επιφυλάξεις τους και προχωρούν στην πλήρη αναγνώριση της χούντας.
Καταλήγοντας την αφήγησή μας, να γραφεί και ότι για ευνόητους λόγους διεκήρυτταν η νέα τάξη κι ο Παπαδόπουλος πως, σ’ αντίθεση με ό,τι συνέβη επί βασιλείας και των διεφθαρμένων πολιτικών και σαφώς πιο ενισχυμένοι αποτινάσσοντας καθετί βασιλικό μετά τις 13/12/1967, μεριμνούν «διά να κατοχυρωθή η εσωτερική ασφάλεια,  διά να συνεχισθή η εξυγίανσις του δημοσίου βίου, διά να συγχρονισθή  η διοίκησις, διά να προοδεύση η οικονομία, διά να υπάρξη  κοινωνική δικαιοσύνη και διά είναι εις θέσιν η Ελλάς να βαδίζη σταθερώς διά μέσου της ομίχλης της παγκοσμίου κρίσεως». Έτσι τουλάχιστον γράφει (28/9/1968) ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, θεωρητικός της χούντας των συνταγματαρχών, ξεχνώντας τους Έλληνες  που είχαν γεμίσει τους τελευταίους μήνες .... τις φυλακές και τα ξερονήσια;

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Β. 75. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανάβει το «φυτίλι»
Ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων ή  – όπως  έχει επικρατήσει να λέγεται  – η  Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το β’  δεκαπενθήμερο του Φλεβάρη του 1821, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία & Βλαχία).
Επελέγη η Μολδοβλαχία για 3 λόγους: (α) διοικούνταν από Φαναριώτες από το 1709, (β) υπήρχε ακμάζων ελληνισμός στην περιοχή και (γ) οι Τούρκοι, μετά από ρωσοτουρκική συνθήκη του 1812, δεν είχαν στρατό εκεί, ούτε και το δικαίωμα της στρατιωτικής επέμβασης, αλλά διέθεταν,  από τα εδάφη των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, στρατιωτικές δυνάμεις μονάχα στο φρούριο της Βραΐλας, μιας πόλης στη σημερινή Ρουμανία, με ανθηρό, κατά τον 19ο αιώνα, όμως, ελληνικό στοιχείο. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και ό,τι γράφει ο Ν. Τοντορώφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821», σελ. 80), ότι δηλαδή «στη Μολδοβλαχία επικρατούσαν καλύτερες συνθήκες για την προσέλκυση εκπροσώπων των υπόλοιπων βαλκανικών λαών στο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, με την προοπτική της επέκτασης της προετοιμαζόμενης εξέγερσης σε μια παμβαλκανική επανάσταση».  
Στις 16/2/1821, λοιπόν, αφού τους τελευταίους μήνες είχαν εκδηλωθεί κάποια «κρούσματα» προδοσίας στους κόλπους των Φιλικών, ο αρχηγός της «Φιλικής Εταιρείας», Αλέξανδρος Υψηλάντης, στο Κισνόβιο (Κισσένιεφ), την πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας και έδρα του Έλληνα πολιτικού διοικητή της περιοχής και γαμπρού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Κωνσταντίνου Κατακάζη, λαμβάνει την απόφαση για την οριστική κήρυξη της ελληνικής Επανάστασης, όπως είχε προσχεδιαστεί. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Κισνόβιο, ας γραφεί και τούτο, δεν θα αποφάσιζε για την αναβολή ή την άμεσο έναρξη της Επανάστασης, αλλά για το από πού θα ‘πρεπε να ξεκινήσει, από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες ή από την κυρίως Ελλάδα.
Μια βδομάδα σχεδόν αργότερα, έχουμε δραστικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, στις 22 του ίδιου Φλεβάρη, παραιτούμενος από το ρωσικό στρατό, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με δύο από τα αδέλφια του (Νικόλαο και Γεώργιο) και πλήθος οπαδών του, διαβαίνει τον ποταμό Προύθο και εισέρχεται στη Μολδαβία. Από το Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου συναντά το Μιχαήλ Σούτσο, κυκλοφορεί την περίφημη προκήρυξή του στις 24/2/1821, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Πρόκειται για ένα κάλεσμα των υποδούλων για απελευθερωτικό αγώνα και ταυτόχρονα κηρύσσει την έναρξη της Επανάστασης κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας («Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες»). Συγκεκριμένα, μιλά για ελευθερία και πατρίδα, για δικαιώματα και φιλελεύθερες ιδέες, κάνει λόγο για μια «κραταιά δύναμη» που θα υπερασπίσει τα ελληνικά δίκαια, αφήνοντας να εννοηθεί έτσι πως έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη της ομόδοξης και εχθρικής προς το Σουλτάνο Ρωσίας. Οι διακηρύξεις του Υψηλάντη διαβάστηκαν δημόσια στην Οδησσό με πάνδημες επιδοκιμασίες.
Λέγεται, μάλιστα, καθώς η «Φιλική» είχε, χάρη στο «Θούριο» του Ρήγα, εξαπλωθεί σ’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής (Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς, αλλά όχι και Μολδαβούς βογιάρους γαιοκτήμονες ) και είχε φτάσει και στην Κρήτη, ότι, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα έδινε το έναυσμα για την Επανάσταση, ο σηκωμός, στηριγμένος σε αλλοτινά σχέδια του Ρήγα Φεραίου, θα ήταν παμβαλκανικός! Ο ίδιος ο Υωηλάντης είχε αποπειραθεί να στείλει τον Ύπατρο στον Αλήπασα, αλλά ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε κοντά στη Νάουσα και ο Πωπ, που επρόκειτο να πάει στο Σέρβο Μίλος Οβρένοβιτς για λογαριασμό του Υψηλάντη, πιάστηκε από τους Τούρκους και, για να μην υποστεί βασανιστήρια, αυτοκτόνησε.
Μονάχα που ο ξεσηκωμός που ήθελε ο Υψηλάντης δε θα απελευθέρωνε τους Βαλκάνιους αγρότες από την καταπίεση των γαιοκτημόνων όπως ήθελε ο άλλοτε αξιωματικός του ρωσικού στρατού Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, επικεφαλής ενός, γύρω στο 1821, κινήματος των κολίγων της Μολδοβλαχίας. Αποσκοπούσε, κατά τον Κορδάτο, να επαναστατήσουν τα Βαλκάνια υπέρ των Ελλήνων φεουδαρχών, οι οποίοι, κατόπιν, τροπαιούχοι, θα αντικαθιστούσαν την τουρκική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη.  Ο Βλαδιμηρέσκου, όπως γράφει ο Τοντόρωφ Ν. (βλ. όπου παραπάνω, σελ. 102), στην πρώτη του προκήρυξη (23 Γενάρη 1821) απευθύνεται προς τους «αδελφούς κατοίκους της Βλαχίας» και τους καλεί σε αγώνα ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, «για να εξαφανίσουν τους κακούς με κακό» και να αφαιρέσουν «τα αγαθά και το βιος που απέχτησαν κακώς οι τύραννοι και οι βογιάροι».
Η είδηση, πάντως, για την έκρηξη Επανάστασης στη Μολδοβλαχία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 1 Μαρτίου του 1821. Διπλωματικά, το τούρκικο υπουργείο εξωτερικών προσπάθησε με τη «βοήθεια» της «Ιεράς Συμμαχίας» να απομονώσει τη Ρωσία, που τη θεωρούσε υπαίτια της εξέγερσης. Πολιτικά, ο Σουλτάνος διέταξε τον πατριάρχη, Γρηγόριο τον 5ο, να αφορίσει τους επαναστάτες και στρατιωτικά, κήρυξε γενική επιστράτευση των μουσουλμάνων υπηκόων του, κάνοντας λόγο για «ιερό πόλεμο» κατά των αλλοπίστων.
Είχαμε αφήσει, νωρίτερα, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Μια εβδομάδα παρέμεινε εκεί, αλλά δεν έκανε το παραμικρό για διοργάνωση και αύξηση του στρατού του, παρά μονάχα μοίραζε δεξιά και αριστερά στρατιωτικούς βαθμούς, διορίζοντας στρατηγούς και αξιωματικούς για το επιτελείο του. Πέρα απ’ αυτό, αναφέρεται και το ότι επιχείρησε επονείδιστες καταπιέσεις εις βάρος πλουσίων Ελλήνων και Ρουμάνων και ότι επιδοκίμασε τη σφαγή από τον Β. Καραβιά της ασήμαντης σε αριθμό τουρκικής φρουράς στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και, κατόπιν, τη λεηλασία αυτής της πόλης και τη δήωση του Ιάσιου και άλλων περιοχών για πλιατσικολόγημα.
 
Άδοξο τέλος είχε η απόπειρα του Αλ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία
να ξεκινήσει από εκεί η επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων
και όλος σχεδόν ο Ιερός Λόχος του βρήκε ηρωικό θάνατο (άνοιξη 1821)
Κι ενώ, στις 10, λοιπόν, του Μάρτη, ο Υψηλάντης διοργανώνει από εθελοντές στη Φωξάνη της Μολδαβίας τον «Ιερό Λόχο», αρχικής δύναμης 100 αντρών υπό το Γ. Καντακουζηνό, εγκαθίσταται, πάλι αδρανής για αρκετές ημέρες, στο Πλοέστι και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα, φτάνει στο Βουκουρέστι.
Σχετικά με τον ενθουσιασμό, με τον οποίο κατατάχτηκαν οι νέοι στον «Ιερό Λόχο», δίχως να μπορούν, τότε, να προβλέψουνε ότι, λίγους μονάχα μήνες αργότερα, θα αποδεικνυόταν ένα οδυνηρότατο «Βατερλό» για τους ίδιους και τους ηγήτορές τους, ας δώσουμε το λόγο στον Ηλία Φωτεινό: «[…] Την 27ην του Μαρτίου ημέραν Κυριακήν μετά μεσημβρίαν, κατά παρακίνησιν Αρχιμανδρίτου τινός Έλληνος παπά Βασιλείου, φίλου και συνοπαδού του Γ. Ολυμπίου, προσκληθέντες δύο ιερείς αγνoούντες ου ένεκα, εις τον οίκον του Βέλλιου, όπου ενέδρευεν ο Ι. Φαρμάκης εκεί προητοιμασμένη ούσα η τρίχρωος μεταξωτή σημαία, σύμβολα φέρουσα εκ του ενός τον άγιον Κωνσταντίνον συν τη Ελένη με το σημείον του σταυρού και υπό αυτοίς το «εν τούτω νίκα», εκ δε του άλλου τον Φοίνικα με το «εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι» έκαμαν κατ' επιταγήν λιτανείαν· έπειτα ο μέν εις ιερεύς κρατών εν χερσί τον σταυρόν, ο δε το ιερόν ευαγγέλιον, και μεταξύ τούτων ο ενθουσιαστικώτατος Κωνσταντίνος Κυριάκου Αριστίας φέρων επί ώμου αναπεπταμένην την ιεράν Σημαίαν, κατόπιν δε τούτων έως δέκα οπλοφόροι ξιφήρεις, εξήλθον ομού του ρηθέντος οίκου ψάλλοντες το «έλαμψεν η χάρις σου σήμερον»κτλ. και μετά τούτο άδοντες τα φιλελεύθερα άσματα του αειμνήστου Ρήγα Φερραίου το «δεύτε παίδες των Ελλήνων», «φίλοι μου συμπατριώται» και το «ως πότε παλληκάρια να ζώμεν στα στενά» κτλ. και παρακολουθούμενοι εν τω μεταξύ από πλήθος πολύ άλλων οπλοφόρων εγκατοίκων και οπλομάχων φιλελευθέρων, εστάθησαν oι επί κεφαλής του πλήθους δύο ιερείς μετά του ρηθέντος σημαιοφόρου εις το τετράοδον της παλαιάς Κούρτης, εδεήθησαν εκεί υπέρ της σωτηρίας των ορθοδόξων χριστιανών, ευχάς, θυμιάματα και δάκρυα προς τον Θεόν αναπέμψαντες εκφώνησαν τρανώς το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου» κτλ. και ευθύς με ακατάπαυστον πυροβολισμόν επ' αέρος άνευ σφαιριδίων, δεν ηκούετο άλλο από το στόμα του πλήθους, ειμή το, ζήτω η ελευθερία, εωσού επέστρεψαν εις την ρηθείσαν oικίαν· ανέπηξεν και ο Σημαιοφόρος ευτυχώς την σημαίαν επί του πυλώνος τότε επροσκύνησαν πάντες αυτήν, επυροβόλησαν αύθις και τελευταίον έκραξαν μεγαλοφώνως το «και εις τας πύλας του Βυζαντίου». Μετά τούτο, oι μέν επανήλθον εις τα ίδια, oι δε συνακολουθούντες αυθόρμητοι από ενθουσιασμόν, ήρχισαν να συγκατατάττωνται εις στρατολογίαν […]».
Κοντά στο Βουκουρέστι, είχε στρατωνιστεί, με τους 3000 άντρες του, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ενώ μέσα στην πόλη είχε σταθμεύσει ο Ρουμάνος χριστιανός, Σάββας Φωκιανός. Ο στενός συνεργάτης του Υψηλάντη, Γεωργάκης Ολύμπιος, από το 1820 (27 Δεκέμβρη), είχε συμφωνήσει με το Βλαδιμηρέσκου για σύμπραξη και γι’ αυτό, μόλις πέρασε ο Υψηλάντης τον Προύθο, ο Ρουμάνος «αντάρτης» πήγε κοντά του με τους Βλάχους αγρότες του. Ο Υψηλάντης, όμως, αντί να τους προσεγγίσει, έκανε οτιδήποτε άλλο πλην της συγκρότησης ενιαίου και πειθήνιου στρατεύματος, αλλά, αφού προέβη σε διώξεις σε βάρος των επισημότερων κατοίκων της πόλης, ασχολήθηκε πιο πολύ με τον καταρτισμό και τη συντήρηση ενός θεατρικού θιάσου.
Νωρίτερα, στις 14 Μαρτίου 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, τού αποστέλλει, εξ ονόματος του Τσάρου, επιστολή, με την οποία επικρίνει τον τρόπο και το χρόνο έναρξης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Στην ουσία, έμμεσα, αναγνώριζε τα ελληνικά δίκαια και την Επανάσταση, που ως τότε υπεράσπιζε όσο μπορούσε διπλωματικά με την υπουργική του ιδιότητα. Πάντως, τούτη είναι η δεύτερη φορά που αντιμετωπίζει «δισταχτικά» έναντι του Υψηλάντη την επικείμενη Επανάσταση ο Καποδίστριας. Η προηγούμενη ήταν σε διά ζώσης συνομιλία τους το χειμώνα του 1820 …
Στο Βουκουρέστι βρίσκει τον Υψηλάντη τόσο η καταδίκη της Επανάστασης από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον 1ο, όσο και η διαγραφή του Υψηλάντη από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους, αλλά και ο αφορισμός των Υψηλάντη  –  Μιχαήλ Σούτσου από τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο τον 5ο.
Γιατί, όμως, αφόρισε ο Γρηγόριος τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους, παρασέρνοντας στον ίδιο, αντιδραστικό, δρόμο πολλούς ανά την Ελλάδα αρχιερείς να καταδικάζουν τους επαναστάτες; Κάποιοι λένε πως και άλλοτε, σε παραπλήσιες κρίσιμες για τους Έλληνες καταστάσεις, μια σειρά αντιδράσεων σαν και την τωρινή Πατριαρχική είχε γλιτώσει το Γένος από τον αφανισμό, λόγω της τουρκικής μανίας! «[...] Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών […]».
Μετά τον αφορισμό και την αποπομπή του, 1 Απρίλη, πλέον, του 1821, ο Υψηλάντης έφυγε από το Βουκουρέστι προς τα Καρπάθια και άφησε τους Βλαδιμηρέσκου και Σάββα Φωκιανό πίσω του.
Αρχές Μαΐου, όμως, εισέβαλαν στα εδάφη της Μολδοβλαχίας τρεις Τούρκοι πασάδες, ο της Βραΐλας στη Μολδαβία, ο της Σιλιστρίας στη Βλαχία και ο του Βιδινίου στη Μικρή Βλαχία. Ο Σάββας Φωκιανός έφυγε από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη, ο Βλαδιμηρέσκου ήλθε σε επαφές με τους Τούρκους και τους υποσχέθηκε, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, να σκοτώσει τον Υψηλάντη και το στενό του συνεργάτη, Γεωργάκη Ολύμπιο. Ο Ολύμπιος, όμως, τότε, επικεφαλής 300 αντρών, συνέλαβε το Βλαδιμηρέσκου, τον οδήγησε μαζύ με το στράτευμά του στον Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε και τον άνευ διαδικασίας τουφεκισμό του. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει περί προδοσίας του ηγέτη των Ρουμάνων αγροτών, αλλά ο Κορδάτος εντοπίζει την αιτία της εκτέλεσης του Βλαδιμηρέσκου στη σημαντική διάσταση μεταξύ των φεουδαρχικών και μοναρχικών κατά βάθος απόψεων του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των φιλολαϊκών και υπέρ της αγροτιάς θέσεων του Ρουμάνου αρχηγού. Πρέπει, όμως, να συμπληρωθούν σ’ αυτό το σημείο και τα εξής: πρώτον, το ότι ο Φωτάκος περιγράφει αναλυτικά πώς εκτελέστηκε ο Βλαδιμηρέσκου από τους ανθρώπους του Υψηλάντη και δεύτερον, το ότι, σχετικά με τις προδοτικές σχέσεις του Βλαδιμηρέσκου με τους Τούρκους, ο ιστορικός Δ. Κόκκινος αναφέρει πως είχε συμφωνηθεί μεταξύ Ολύμπιου και Βλαδιμηρέσκου να ξεσηκωθεί ο δεύτερος όχι κατά του Σουλτάνου, αλλά κατά των Ελλήνων ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας και των πλούσιων βογιάρων, για να παρασύρει το λαό και να μην εγείρει αμέσως τούρκικη επίθεση. Στην ίδια συμφωνία, προβλεπόταν και το ότι ο Ολύμπιος ανελάμβανε την υποχρέωση να παράσχει στο Βλαδιμηρέσκου στρατιώτες, για να προχωρήσει στα συμφωνημένα. Εξάλλου, εάν προσφύγουμε στο Δ. Κόκκινο πάλι,  ο Ολύμπιος θεωρούσε τίμιο τον Βλαδιμηρέσκου και δεν ήταν δυνατόν ν’ αμφιβάλει για την τιμιότητά του.
Ενώ οι Βλάχοι αγρότες εγκατέλειψαν το στρατόπεδο του Υψηλάντη, το υπόλοιπο και ακέφαλο, κατά τον παραπάνω τρόπο, στράτευμα του Βλαδιμηρέσκου ενσωματώθηκε στις δυνάμεις του Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε, από το στρατόπεδο Τιργκόβιστε, να καταληφθεί η περιοχή γύρω από τη μονή Δραγατσανίου.
Ο Σάββας Φωκιανός, τότε, με τους άντρες του προσχωρούν στους Τούρκους και οι προσπάθειες ενός στρατηγού του Υψηλάντη, του Κωνσταντίνου Δούκα, να σωθεί η μονή του Νοσσέτου αποτυχαίνουν παταγωδώς μπροστά στη ραγδαίως εφορμώσα τουρκική δύναμη. Ο στρατηγός υποχώρησε άτακτα, πανικός κυρίεψε όσους ήσαν με τον Υψηλάντη στο Τιργκόβιστε, ο ίδιος ο ηγέτης της Επανάστασης έφυγε και κατευθύνθηκε στο Ρίμνικο, προσεγγίζοντας τα σύνορα με την Αυστρία, μ’ αποτέλεσμα, στις 1 Ιούνη, οι Τούρκοι ν’ αλώσουν, αμαχητί, το εγκαταλειμμένο στρατηγείο, απ’ όπου και αποκόμισαν πλούσια λεία.
Καταλαμβάνοντας στη συνέχεια και οχυρώνοντας το Δραγατσάνι μετά τις νίκες τους οι Τούρκοι, είχαν το «πάνω χέρι» στην περιοχή και ο στρατηγός τους, ο Καρά Αχμέτ, θα γυρίσει στο Βουκουρέστι. Συνολικά, ο στρατός του Υψηλάντη έξω από το Δραγατσάνι αριθμούσε 7500 άντρες με 4 τηλεβόλα. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, για να καταληφθεί το Δραγατσάνι, είχε καταστρώσει σχέδιο και είχε προβεί στην υλοποίηση μέρους του σε τέτοιο σημείο, ώστε, αρχές Ιούνη, οι Τούρκοι υπερασπιστές της πόλεως να ετοιμάζονται να φύγουν.
Από βεβιασμένους και υπερφίαλους χειρισμούς επιτελών του Υψηλάντη, ιδίως του Β. Καραβιά, ο οποίος παράκουσε  τις εντολές του Ολύμπιου, πραγματοποιήθηκε, στις 6 Ιούνη, επίθεση των ελληνικών δυνάμεων προς την τουρκική φρουρά του Δραγατσανίου, που αριθμούσε περί του 2000 ιππείς. Οι επιτιθέμενες ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούνταν από τον «Ιερό Λόχο», 500 ιππείς και πυροβολικό υπό την ηγεσία των Β. Καραβιά και Ν. Υψηλάντη, ετράπησαν σε ντροπιαστική υποχώρηση και φυγή και οι «Ιερολοχίτες» γνώρισαν, παρά τον ενθουσιασμό και τη γενναιότητά τους, οικτρή πανωλεθρία. 100 μονάχα από τους «Ιερολοχίτες» σώθηκαν και 2 πυροβόλα από τον Γεωργάκη Ολύμπιο, που είχε προστρέξει με – εφόσον η αφροσύνη του Καραβιά και η συντριβή των αντρών, που ‘χε μαζύ του είχαν «παραλύσει» τον εναπομείναντα στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη – λιγοστούς άντρες για βοήθεια.
Έτσι, στις 6 – 7 Ιουνίου 1821, η μάχη στο Δραγατσάνι έχει ως τραγικό για τους Έλληνες αποτέλεσμα τη βαριά ήττα του Υψηλάντη και του στρατού του, αλλά και τη συντριβή του «Ιερού Λόχου», αφού από τους 373 «Ιερολοχίτες», που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων τότε, οι 200 σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης. Για την Ευρώπη οι «Ιερολοχίτες» θεωρούνταν «αντάξιοι των μεγάλων προγόνων των, αντάξιοι του Λεωνίδα και των αθανάτων 300 του», σημειώνει ο Δ. Κόκκινος.
Ο  ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ενώ ο Σάββας Φωκιανός είχε ήδη δολοφονηθεί από τους Τούρκους στο Βουκουρέστι, πέρασε, από τις 15/6, στα αυστριακά σύνορα, αφήνοντας πίσω του στη Μολδοβλαχία «συντρίμμια»! Η Επανάσταση, βέβαια, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ολοκληρώθηκε τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους, μετά από ελληνοτουρκικές συγκρούσεις σε διάφορες ρουμάνικες πόλεις (Γαλάτσι, Βραΐλα, Σκουλένι, Ιάσιο κ.α. με Αθανάσιο Καρπενησιώτη, αφού οι Μιχαήλ Σούτσος και Γεώργιος Καντακουζηνός είχανε φύγει από τη Μολδοβλαχία), με την ηρωική αντίσταση των Γεωργάκη Ολύμπιου και Ιωάννη Φαρμάκη, στη Μονή Σέκου.
Η αποτυχία του Υψηλάντη οφείλεται και στον ίδιο και στους λανθασμένους χειρισμούς του, στην κάκιστη προετοιμασία του κινήματος, στον κακό υπολογισμό για συμφωνία των ντόπιων (: δεν είχε καθόλου γίνει προεργασία για τη συμμαχία αυτή), στην εισέλευση τούρκικων στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία (: κάτι που δεν περίμενε ποτέ ο Υψηλάντης), στον αφορισμό του Πατριάρχη,  στην αποκήρυξη από τον Τσάρο και τη μη χορήγηση ρωσικής βοήθειας σ’ έμψυχο δυναμικό, στην «Ιερά Συμμαχία», που κατέπνιγε κάθε κίνημα μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, και, κυρίως, στην απειρία και την προχειρότητα του βιαστικά συγκροτημένου από ανομοιογενείς ομάδες στρατού του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πάντως, εάν αναζητήσουμε τα απειροελάχιστα θετικά του εγχειρήματός του, τούτα θα βρεθούν στο ότι – μολονότι ήταν σημαντική η καταστροφή του – ο Υψηλάντης υποχρέωσε, κατά τους πρώτους και δύσκολους μήνες για την Επανάσταση της κυρίως Ελλάδας, την Υψηλή Πύλη (: Σουλτάνος και τουρκική κυβέρνηση) να διαθέσει σημαντικά στρατεύματα στη Μολδοβλαχία, τα οποία, εάν κατέβαιναν στην Πελοπόννησο, ίσως  να κατέπνιγαν μαζύ με όσα βρέθηκαν, τότε, εκεί τον ελληνικό ξεσηκωμό!

Περισσότερο, όμως, η πλάστιγγα έγειρε σε βάρος του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Επανάστασής του στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, από τη στιγμή που τους καταδίκασε πολιτικά ο Τσάρος και, κατά συνέπεια, βρέθηκαν στα νώτα του ανυπεράσπιστου Υψηλάντη άγρυπνοι «θεματοφύλακες» των ανθελληνικών αρχών της «Ιεράς Συμμαχίας» και σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Αυστριακοί. 
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  1. Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
  2. Κορδάτος Γιάνης,  «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος  αιώνας».
  3. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975. 
  4. Φωτεινός Ηλίας, «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821».
  5. Τοντόρωφ Ν,, «Η Βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821», Αθήνα 1982, εκδόσεις Gutenberg, επιμέλεια:Γ. Καράς.